Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Άλλο αναγνώριση, άλλο αναγνωρισιμότητα



Άλλο αναγνώριση, άλλο αναγνωρισιμότητα


Η τηλεόραση είναι ένα εργοστάσιο παραγωγής «επωνύμων».


από τη Μαριάννα Τζιαντζη


Αν στη δεκαετία του '80 λέγαμε ότι ο Τάδε είναι αναγνωρίσιμος ή επώνυμος, μάλλον θα μας κοίταζαν περίεργα. Ακόμα και τότε, ο αναγνωρίσιμος ήταν ο δυνάμενος να αναγνωριστεί, ενώ σήμερα είναι εκείνος που έχει γίνει γνωστός, όχι για το έργο του, αλλά για τις τηλεοπτικές εμφανίσεις του, ενώ η αναγνωρισιμότητα είναι μια ιδιότητα με εμπορική, με ανταλλακτική αξία.

«Εγώ είμαι η βλάχα η όμορφη, η βλάχα η παινεμένη, που 'χω τα χίλια πρόβατα, τα πεντακόσια γίδια...» Σήμερα η βλάχα γίνεται παινεμένη, επειδή με τον ιδρώτα του προσώπου της απέκτησε σπίτι με πισίνα ή επειδή κάνει διακοπές στη Μύκονο ή επειδή την αγάπησε ένας επώνυμος βλάχος παινεμένος. Η αναγνώριση κατακτιέται -και συνήθως όχι σε μία νύχτα ή μία σεζόν-, ενώ η αναγνωρισιμότητα είναι δοτή και αναλώσιμη.

Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ είναι η δημόσια αποδοχή, η επιβεβαίωση της αξίας, της προσφοράς ενός ανθρώπου. Η αναγνώριση αυτή μπορεί να μην εκφράζεται με ποσοτικούς δείκτες, π.χ. με τα νούμερα των μετρήσεων της ΑGΒ, ούτε να συνοδεύεται από υλικά οφέλη, όμως είναι υπαρκτή. Είναι ο «έπαινος του δήμου και των σοφιστών», των πολλών ή των επαϊόντων. Είναι πασίγνωστα τα παραδείγματα κορυφαίων ποιητών, που το πρώτο τους βιβλίο κυκλοφόρησε σε λίγες εκατοντάδες αντίτυπα, ωστόσο όμως αυτοί από πολύ νωρίς κέρδισαν την αναγνώριση των ομοτέχνων τους.

Η τηλεόραση παράγει «σελέμπριτίς», επώνυμους, αναγνωρίσιμους με ημερομηνία λήξης. Αυτοί μπορεί να είναι πολιτικοί, τραγουδιστές (συνήθως της συμφοράς), παρουσιαστές και πανελίστες, παίκτες σε ριάλιτι, κριτές σε τάλεντ σόου, επίδοξα μοντέλα, φωνακλάδες δικηγόροι, μάνατζερ, σεφ, σέξι οδοντίατροι, ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων, «νονοί» της νύχτας, σύζυγοι, τέκνα και γενικά συγγενείς επωνύμων.

Η τηλεοπτικά κερδισμένη επωνυμία εξαργυρώνεται με διάφορες μορφές, νόμιμες και ημινόμιμες. Ηθοποιοί που έγιναν γνωστοί κυρίως από σίριαλ όπως και παρουσιαστές ψυχαγωγικών εκπομπών πρωταγωνιστούν σε διαφημίσει, τηλεμάγειροι γίνονται «σύμβουλοι» σε πάμπολλα εστιατόρια, τηλεστάρ τρίτης διαλογής ή πρώην παίκτες ριάλιτι ανοίγουν εστιατόρια, μπαρ, καφετέριες. Και άλλοι ή άλλες απασχολούνται στη βιομηχανία της βίζιτας, ενώ υπάρχουν και κάποιοι που συμπληρώνουν τα ψηφοδέλτια κομμάτων στις εκλογές.

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΜΟΙ είναι σαν τα φυτά στη γλάστρα: διαρκώς χρειάζονται πότισμα για να μην ξεχαστούν. Π.χ., πρόσφατα μάθαμε ποιος τραγουδιστής πέρασε τις διακοπές του Πάσχα στο Ντουμπάι και ποια παρουσιάστρια στην Ταϊλάνδη. Ποια τραγουδίστρια χώρισε ή επανασυνδέθηκε με τον πρώην της, ποια παρεξηγήθηκε με τη θεία της ή τον κομμωτή της, ποια στραμπούληξε τον αστράγαλο της. Οι κουτσομπολίστικες εκπομπές εξασφαλίζουν συνεχή ροή ανούσιων πληροφοριών. Το τηλεοπτικό αυτό είδος ανθεί, όχι μόνον επειδή το τροφοδοτούν οι ίδιες οι τηλεδιασημότητες, αλλά κυρίως γιατί έχει πολύ χαμηλό κόστος.

Στον αντίποδα των τηλεδιάσημων βρίσκονται πολλοί άνθρωποι που προσφέρουν ουσιαστικά στην κοινωνία, είτε την τοπική είτε την ευρύτερη. Που οργανώνουν πολιτιστικές εκδηλώσεις, θεατρικές, μουσικές και χορευτικές παραστάσεις, που στήνουν ιστοσελίδες για να προβάλουν το χωριό τους, που εναντιώνονται σε μικρές και μεγάλες δημόσιες και ιδιωτικές αυθαιρεσίες. Άνθρωποι με αξιοπρέπεια, με φαντασία και δημιουργικότητα, που κάνουν το καλό χωρίς να περιμένουν την τηλεοπτική αναγνώριση - και δεν εννοώ μόνο τους επιφανείς, αλλά κυρίως τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας, το πραγματικό άλας της μικρής μας γης.


ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗ 18.10.2010

Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Σπίτι μου, σπιτάκι μου, διαμέρισματάκι μου



Σπίτι μου, σπιτάκι μου, διαμέρισματάκι μου


Του Γιάννη Καλαμίτση


Σοφές οι παροιμίες, δεν λέω, αλλά όχι κι όλες - για να 'μαοτε 'ξηγημένοι δηλαδή. Παράδειγμα: "Μ' όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις", είναι σωστό, σωστότατο! Κι εγώ κάπως έτσι την έπαθα! Μου 'λέγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου: «Παιδί μου, μόνο ο ανεπρόκοπος ο άνθρωπος περνάει τη ζωή του χωρίς να φτιάξει κάτι τι! Κοίτα λοιπόν εσύ, αν μη τι άλλο, να φτιάξεις ένα σπιτάκι! Να 'χεις ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι σου!» κι έτσι μεγάλωσα κι εγώ με καρφωμένη μέσα μου τη μανία για το κεραμίδι. Ήθελα να 'χω κάτι πάνω απ' το κεφάλι μου και δεν γουστάριζα ούτε τραγιάσκα ούτε ρεπούμπλικα! Ήθελα κεραμίδι!

Κάποτε, με τα πολλά, βρέθηκε η "ευκαιρία" και με κάποια προκαταβολή και ίσαμε χίλια διακόσια γραμμάτια — τόσα μου φανήκανε μέχρι να τα ξοφλήσω — η ευχή του μακαρίτη πραγματοποιήθηκε κι έγινα ιδιοκτήτης!

Τώρα, είναι κι άλλη μια παροιμία που 'ναι κι αυτή σωστή. Είπανε, λέει, του τρελού να ανακουφιστεί κι εκείνος......ξέχασε να πει φτάνει κι έχασε ένα μέρος από το κορμάκι του! Ένα κεραμίδι θέλαμε να 'χουμε πάνω απ' το κεφάλι μας και βρεθήκαμε με οκτώ ορόφους - καθότι η ιδιοκτησία μας έτυχε να 'ναι ισόγειον δυάρι, διαμπερές, με παράθυρο στο δρόμο και στο φωταγωγό. Τι να κάνουμε, ρε φίλε; Όπως λέει κι άλλη μια σωστή παροιμία, μέχρι εκεί έφτανε το πάπλωμα μας, μέχρι εκεί απλώσαμε τα πόδια μας! Και για να μιλάμε πιο συγκεκριμένα, τα πόδια μας τα απλώσαμε στο μπροστινό δωμάτιο. Το κρεβάτι, το έβαλα στην αριστερή μεριά, στη μεσοτοιχία με το μηχανοστάσιο του ασανσέρ. Θα μου πεις, δίπλα στο μηχανοστάσιο δεν έχει θόρυβο; Έχει. Αλλά μόνο τις ώρες που δουλεύει το ασανσέρ!

Στην αρχή, όλοι οι γνωστοί μου βάζανε χέρι. «Μα, σε πολυκατοικία πήγες να μείνεις!», μου λέγανε. Όλοι τους, την πολυκατοικία την- είχαν για πολύ μπερδεμένη κατάσταση. «Θα το δεις», μου λέγανε, «θα ζεις στο ίδιο κλουβί με άλλους τριάντα και ούτε μια καλημέρα δεν θα λες! Ξέρεις τι θα πει πολυκατοικία; Κρύο πράμα! Απρόσωπη! Απαπαπαπά!».

Τελικά - όπως αποδείχτηκε δηλαδή - δεν ξέρανε τι λένε! Εγώ, σ' ένα μήνα μέσα, τους είχα γνωρίσει όλους τους γείτονες.

Ο πρώτος που γνώρισα ήταν ο Αλέκος. Αυτός μένει στο διπλανό από μένα, με παράθυρο στο δρόμο κι αυτός. Ωραίο παιδί, ο Αλέκος! Δεν μου' τύχε να τον δω στη φάτσα, αλλά κάθε μέρα, πρωί πρωί, ακούω από το μπάνιο του τα νερά να τρέχουν και τον Αλέκο να τραγουδάει και μετά μια φωνή, ψιλή και ιδιόμορφη - κάποιος φίλος του θα' ναι - να του λέει: «Καλέ, τι ομορφιές είν' αυτές! Φτου σου! Φτου σου να μη βασκαθείς!».

Παράξενο παιδί ο Αλέκος! Και τα τραγουδιστικά του γούστα παράξενα! Όταν του τη δίνει, αρχίζει να τραγουδάει: 'Έίμ' εγώ γυναίκα φίνα, ντερμπεντέρισσα, που τους άντρες σαν τα ζάρια τους μπεγλέρισα!"

Ο Αλέκος πρέπει να' ναι πολύ της καθαριότητας. Κάθε τόσο περνάει ένας παράξενος τύπος με ξανθά μαλλιά και του φωνάζει από το δρόμο: «Αλέκο!... Το μαγιό σου και στην πλαζ! Ετοιμάσου! Θα πάμε στο χαμάμ με το Σταμάτη!». Και πρέπει να' ναι και αθλητής. Μόνο που θα αγωνίζεται, φαίνεται, με ψευδώνυμο, γιατί μια μέρα ο παράξενος ξανθός του έλεγε: «Αλεξάντρα, μην πηδάς μόνη σου τη μάντρα! Κάνει κακό στα νεφρά!».

Φάτσα απέναντι από το διαμέρισμα του Αλέκου, με παράθυρο στον ίδιο κοινόχρηστο, είναι το δυάρι της Μπουμπούς. Αυτή πρέπει να' ναι φίλη του σινεμά και θαυμάστρια των ηθοποιών. Όλο τα ονόματα τους έχει στο στόμα της. Προχτές πάλι έλεγε σε κάποιον: «Ποιος είσαι, ρε παίδαρε! Ο Γκουσγκούνης;». Η μόνη μου απορία για τη Μπουμπού, το μόνο που δεν έχω ξεκαθαρίσει ακόμα, είναι που δεν έχω καταλάβει αν είναι ψωνισμένη με το σινεμά ή απλώς ψώνιο. Κι αυτό το λέω, γιατί μια μέρα όταν εκείνος ο τύπος — που πρέπει να' τανε πολύ ψηλός, γιατί το κεφάλι του φαινότανε από το παράθυρο της τουαλέτας - της είπε "Μπουμπού, είσαι και πολύ πρώτο πράμα!", εκείνη του απάντησε: "Καλά, πειράζει που την Εμμανουέλα την κάνω και περνάει σβηστή;».

Από πάνω ακριβώς από μένα, μένει ο κύριος Βούλης με τη γυναίκα του, την κυρία Σούλα. Αυτοί είναι νιόπαντροι και δουλεύουνε και οι δύο σε δημόσια υπηρεσία — αυτό το ξέρω γιατί κάθε μεσημέρι εκείνη του λέει: «Βαρέθηκα βρε Βούλη μου! Πότε θα κάνουμε καμιά απεργία;» κι αυτός της απαντάει: «Κάτσε να παλιώσει λίγο η κυβέρνηση και θα σου πω εγώ! Θα τα κλείσουμε όλα τα υπουργεία για τρεις μήνες! Θ' αράξουμε και θα ξεκουραστούμε!». Είναι πολιτικοποιημένοι άνθρωποι!

Από την ημέρα που ψηφίστηκε ο νέος νόμος - αυτός που λέει ότι οι πολύτεκνοι παίρνουνε περισσότερα "μόρια’' από τους άλλους κι έχουνε αβάντες στις δημόσιες υπηρεσίες - ο κύριος Βούλης κάθε βράδυ από τις δεκάμισι και μετά, εργάζεται για να προωθήσει την καριέρα του.

Να δεις που ο κύριος Βούλης θα πρέπει να έχει θέση ελεγκτή κι από κει θα του' χει μείνει, γιατί συνέχεια τη ρωτάει: «Τι σου κάνω Σούλα; Τι σου κάνω, Σούλα;» Η Σούλα όμως....Καλά, πρόκειται περί πολύ κυρίας! Υποφέρει, αναστενάζει, βογγάει, αλλά..... κουβέντα δεν λέει! Λέξη δεν βγαίνει από το στόμα της! Μια φορά μόνο μίλησε, τότε που ο κύριος Βούλης επέμενε πολύ: «Τι σου κάνω Σούλα; Πες μου τι σου κάνω!» κι αυτή είπε: «Μου προσθέτεις μόρια, Βούλη μου!». Τότε ακούστηκε κι εκείνο το ΚΛΑΤΣ! Μάλλον χαστούκι θα' τανε.

Το καλό με τα διαμερίσματα που βλέπουν στον κοινόχρηστο χώρο είναι που γνωρίζεις και τους γείτονες από τις άλλες πολυκατοικίες. Την κυρία από απέναντι, να πούμε, τη γυναίκα του Τάσου. Αυτή έχει δύσκολο οργασμό! Κάθε νύχτα, εκτός από την Παρασκευή που 'χει "Δυναστεία", ανοίγουνε την τηλεόραση κι αντί να δούνε το πρόγραμμα αρχίζουνε — δηλαδή αυτή αρχίζει: «Λίγο ακόμα, Τάσο μου! Λίγο ακόμα». Κι αυτό τραβάει ώρες ολόκληρες! Τελειώνει η τηλεόραση κι αυτή ακόμα στην προσπάθεια: «Λίγο ακόμα, Τάσο μου! Λίγο ακόμα!». Ήρωας ο Τάσος! Εργάτης ακούραστος! Κλείνει το κανάλι, πέφτει ο Εθνικός Ύμνος κι εκείνη τον καημό της! Γι' αυτό και θύμωσε ο απόστρατος επιλοχίας του διπλανού, ο κύριος Αρχίδαμος, κι έβαλε μια νύχτα τις φωνές και την έλεγε κομμουνίστρια! Μα να μη σέβεται τον Εθνικό Ύμνο!

Ωραίο πράμα να' χεις δικό σου σπίτι! Πολύ σωστά το λέει και η παροιμία: Σπίτι μου, σπιτάκι μου....Σοφές οι παροιμίες! Όχι κι όλες όμως! Εκείνη που λέει "Όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος", μάλλον δεν τα λέει σωστά.


Περιοδικό «ΕΝΑ»

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
 ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ  
Η Κυριακή μετά το Σάββατο του Λαζάρου είναι η Κυριακή των Βαΐων. Πρόκειται για την τελευταία Κυριακή της Σαρακοστής και ταυτόχρονα την πρώτη ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδας. Η Ημέρα αυτή είναι αφιερωμένη στην είσοδο του Ιησού στην Ιερουσαλήμ.

Όπως μας αναφέρουν οι Ευαγγελιστές, την επόμενη ημέρα της αναστάσεως του Λαζάρου, ο Ιησούς ζήτησε από τους μαθητές του, να του βρουν ένα γαϊδουράκι. Πάνω σε αυτό σκόπευε να πάει στην Ιερουσαλήμ. 

Εκείνες τις ημέρες είχε μαζευτεί πολύς κόσμος στην πόλη, για τον εορτασμό του Εβραϊκού Πάσχα. Το Εβραϊκό Πάσχα ήταν γιορτή που γινόταν σε ανάμνηση της απελευθέρωσης των Εβραίων από τους Αιγυπτίους.

Πάνω στο γαϊδουράκι, λοιπόν, εισήλθε ο Ιησούς στην Ιερή Πόλη. Ο λαός είχε ήδη μάθει για την Ανάσταση του Λαζάρου, αφού η Βηθανία απείχε μόλις 2,5 χιλιόμετρα από την Ιερουσαλήμ. Τόσο το θαύμα στην Βηθανία, όσο και η υπόλοιπη «δράση» του Ιησού, οδήγησαν τον λαό να τον υποδεχθεί όπως όριζε το εθιμοτυπικό της υποδοχής βασιλέων. Έστρωσαν κλαδιά  φοινίκων (βάγια στα εβραϊκά) στους δρόμους από όπου περνούσε ο Χριστός με το γαϊδουράκι και Τον επευφημούσαν τραγουδώντας «Ωσαννά ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ» (Ιωάν.12:13).

Ιδού πώς περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος την είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα :

Όταν πλησίασαν στα Ιεροσόλυμα κι έφτασαν στην Βηθφαγή, στο όρος των Ελαίων, ο Ιησούς έστειλε δύο μαθητές λέγοντας τους: «Να πάτε στο χωριό που είναι απέναντι σας, και θα βρείτε αμέσως μια γαϊδουρίτσα δεμένη, μαζί με τον πουλάρι της. Να τα λύσετε και να μου τα φέρετε. Κι αν σας πει κανένας τίποτε, να του πείτε πως τα χρειάζεται ο Κύριος. Κι αυτός θα τα στείλει αμέσως». Αυτά έγιναν για να εκπληρωθεί εκείνο που είχε πει ο Θεός με τα λόγια του προφήτη:

-Πέστε στη θυγατέρα Σιών: Να, έρχεται σ' εσένα ο Βασιλιάς σου πράος, καβάλα πάνω σε γαϊδούρι και πάνω σε πουλάρι, γέννημα υποζυγίου.

Οι μαθητές πήγαν κι έκαναν όπως τους πρόσταξε ο Ιησούς• έφεραν τη γαϊδούρα και το πουλάρι της, έβαλαν πάνω τους τα ρούχα τους κι εκείνος κάθισε πάνω σ' αυτά. Κι οι πιο πολλοί από το πλήθος έστρωναν τα ρούχα τους στο δρόμο, ενώ άλλοι έκοβαν κλαδιά από τα δέντρα και τα έστρωναν στο δρόμο. Και το πλήθος, όσοι βάδιζαν μπροστά του κι όσοι ακολουθούσαν, κραύγαζαν:

Δόξα στο γιο του Δαβίδ! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! Δόξα στον ύψιστο Θεό! 

Κι όταν μπήκε στα Ιεροσόλυμα, αναστατώθηκε όλη η πόλη, έλεγαν: «Ποιος είναι αυτός;» Και το πλήθος έλεγε: «Αυτός είναι ο προφήτης Ιησούς, από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίος».

Ο καθαρισμός του ναού

Ο Ιησούς μπήκε στο ναό κι έδιωξε όλους αυτούς που αγόραζαν και πουλούσαν στο χώρο του ναού, και αναποδογύρισε τα τραπέζια των χρηματιστών και τα καθίσματα αυτών που πουλούσαν περιστέρια. Και τους είπε: 

«Έχει γραφτεί: Ο οίκος μου πρέπει να είναι οίκος προσευχής- εσείς όμως τον κάνετε σπήλαιο ληστών». 

Εκεί στο ναό τον πλησίασαν τυφλοί και κουτσοί, και τους θεράπευσε. Όταν είδαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς τα θαύματα που έκανε, και τα παιδιά να φωνάζουν μέσα στο ναό και να λένε «δόξα στον Υιό του Δαβίδ», αγανάχτησαν και του είπαν: «Δεν ακούς τι λένε αυτοί;» Κι ο Ιησούς τους λέει: «Και βέβαια τ' άκουσα. Αλλά κι εσείς δε διαβάσατε ποτέ στην Γραφή, πως από το στόμα των νηπίων και των βρεφών έκανες να βγει τέλειος ύμνος;» 

Τους άφησε και βγήκε έξω από την πόλη, στην Βηθανία, και διανυκτέρευσε εκεί.»

Από τα Βάια, λοιπόν που έστρωνε το πλήθος στο διάβα του Κυρίου πήρε το όνομα της η ημέρα αυτή. 

Με την είσοδο του Ιησού στην Ιερουσαλήμ ξεκινά το Θείο Δράμα. Επειδή όμως ταυτόχρονα γιορτάζεται η είσοδος του ως Βασιλέας στην Ιερουσαλήμ, η Εκκλησία καλεί τους πιστούς να γιορτάσουν καταλύοντας την νηστεία και επιτρέποντας την βρώση ψαριών.

 ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ

Των Βαΐων το πρωί πηγαίνουν όλοι στην εκκλησία για να πάρουν τα βάγια τα οποία τα δίνει ο παπάς . Στις μέρες μας, την Κυριακή των Βαΐων, όλες οι εκκλησίες στολίζονται με βάγια. Επειδή στον ελλαδικό χώρο οι φοίνικες δεν απαντώνται συχνά, για τον στολισμό χρησιμοποιούνται κλαδάκια δάφνης, ιτιάς, ελιάς ή μυρτιάς. Τα κλαδάκια αυτά μετά το πέρας της λειτουργίας, μοιράζονται στους πιστούς. Ο λαός μας πιστεύει ότι τα Βάια αυτά, έχουν ιαματικές και αποτρεπτικές για το κακό ιδιότητες.

Τα βάγια τα καθιέρωσε η εκκλησία μας τον 9ο αιώνα σε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα γιατί όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης «όχλος πολύς...έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ». 

Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, στα Ιεροσόλυμα, ο επίσκοπος έμπαινε στην πόλη «επί πώλου όνου», αναπαριστάνοντας το γεγονός, ενώ στα βυζαντινά γίνονταν «ο περίπατος του αυτοκράτορα», από το Παλάτι προς τη Μεγάλη Εκκλησία. Στη διαδρομή αυτή ο αυτοκράτορας μοίραζε στον κόσμο βάγια και σταυρούς και ο Πατριάρχης σταυρούς και κεριά. Με τα βάγια οι πιστοί στόλιζαν τους τοίχους των σπιτιών και το εικονοστάσι τους.

Και σήμερα ακόμα όλες οι εκκλησίες στολίζονται με δαφνόφυλλα ή βάγια. Τα παλιότερα χρόνια τους τα προμήθευαν τα νιόπαντρα ζευγάρια της χρονιάς ή και μόνο οι νιόπαντρες γυναίκες, για το καλό του γάμου τους. Πίστευαν πως η γονιμοποιός δύναμη που κρύβουν τα φυτά αυτά θα μεταφερόταν και στις ίδιες και η μια χτυπούσε την άλλη με τα βάγια. 

Τα βάγια τα διατηρούσαν οι πιστοί στο εικονοστάσι για το ξεμάτιασμα. ‘Όλα εξαφανίζονταν από τα σπίτια μόλις μπαίναν τα βάγια. Κρατούσαν μάλιστα την πρώτη θέση στο εικονοστάσι και μ’ αυτά “κάπνιζαν” οι γυναίκες τα παιδιά για το “κακό το μάτι”.

Στη Θράκη όπως και σε άλλα μέρη της πατρίδας μας συνηθίζονται τα «βαγιοχτυπήματα». Οι γυναίκες χτυπούν με βάγια τις έγκυες για να λευτερωθούν πιο εύκολα. Τα “βαγιοχτυπήματα” σιγά-σιγά άρχισαν να γίνονται και από τις άλλες γυναίκες και τα παιδιά τις μιμούνταν και όπως χτυπιούνταν μεταξύ τους εύχονταν: “Και του χρόνου, να μη σε πιάν’ η μυίγα”.

Ο λαός αποδίδει γονιμοποιό δύναμη στα βάγια. Επίσης σε χωριά της Θράκης τα κορίτσια έκαναν στεφάνια από βάγια, που τους έδινε ο παπάς στην εκκλησία, και τα έριχνα στο ρέμα. Όποιας το στεφάνι έφτανε πρώτο στη ρεματιά φίλευε τις υπόλοιπες στο σπίτι της και διασκέδαζαν με χορό και τραγούδια.

Γενικά στα βάγια αποδίδονται δυνάμεις ιαματικές και αποτρεπτικές, μαζί με τις γονιμοποιέ και γι αυτό έπρεπε μετά την εκκλησία όλα να τα “βατσάσουν” για το καλό. Τα δέντρα, τα περβόλια, τα κλήματα, τις στάνες, τα ζώα, τους μύλους, τις βάρκες. Από ένα κλαδάκι κρεμούσαν στα οπωροφόρα, για να καρπίζουν και στα κηπευτικά, για να μην τα πιάνει το σκουλήκι.

“Μέσα βάγια και χαρές,  /όξω ψύλλοι, κόριζες !”



Στη Λέσβο τα παιδιά, μετά την εκκλησία, στόλιζαν ένα δεμάτι από κλαδιά δάφνης με κόκκινα ή πράσινα πανάκια από καινούργιο φουστάνι, κρεμούσαν κι ένα κουδούνι και καθώς πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι ψάλλοντας και λέγοντας εξορκισμούς για τους ψύλλους και τα ποντίκια, έδιναν και ένα κλαράκι δάφνης στη νοικοκυρά. Στο τέλος ζητούσαν και το χάρισμά τους: “Χρόνια πολλά, εν ονόματι Κυρίου, δό μ’ τ’ αυγό να φύγω.”

Στην Ανατολική Ρωμυλία, τα κορίτσια έφτιαχναν με τα βάγια στεφάνια, τους έδεναν μια κόκκινη κλωστή και τραγουδώντας όλες μαζί πήγαιναν και τα πέταγαν στο ρέμα κι όπως έπαιρνε τα στεφάνια το νερό, όποιας πήγαινε μπροστά εκείνη θα γινόταν “συντέκνισσα”. Πρώτη στο γυρισμό, πρώτη στο χορό και στο δικό της σπίτι η μάνα της θα έφτιαχνε τα φασόλια και θα τις φίλευε όλες, μαζί με ελιές.

Στη Τήνο, την Κυριακή των Βαΐων, τα παιδιά τριγύριζαν στους δρόμους κρατώντας μαζί με το στεφάνι τους την “αργινάρα”, μια ξύλινη ή και σιδερένια ροκάνα που τη στριφογύριζαν με δύναμη. Μέσα σε εκκωφαντικό θόρυβο κατέληγαν στη θάλασσα, όπου πετούσαν στο στεφάνι στο νερό.

Το έθιμο της περιφοράς των κλαδιών θυμίζει την “ειρεσιώνη”, το στολισμένο με καρπούς κλαδί, που στις γιορτές της άνοιξης περιέφεραν στους δρόμους τα παιδιά, στην αρχαιότητα. Τα βάγια τα έπλεκαν σε πάρα πολλά σχέδια: φεγγάρια, πλοία, γαϊδουράκια, το πιο συνηθισμένο όμως ήταν ο σταυρός. Σε μερικά μέρη τους έδιναν το σχήμα του ψαριού. Ψάρι είχαν σαν σημάδι αναγνώρισης οι πρώτοι χριστιανοί, η λέξη ΙΧΘΥΣ, εξάλλου, προέρχεται από τα αρχικά Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ. 

Αν και είναι ακόμα σαρακοστή, η εκκλησία την Κυριακή των Βαΐων επιτρέπει το ψάρι. Έτσι και το τραγούδι των παιδιών λέει:

“Βάγια, Βάγια των βαγιών,

τρώνε ψάρι και κολιό,

κι ως την άλλη Κυριακή

με το κόκκινο αυγό ! ”



Η Βαϊοφόρος (Ζωγραφική)
 

Στη σκηνή της Βαϊοφόρου ο Χριστός εικονίζεται "καθήμενος επί πώλου όνου" κατά τον συνήθη, στην Ανατολή, γυναικείο τρόπο. Στο αριστερό του χέρι κρατεί ειλητάριο, ενώ με το δεξιό ευλογεί. Η  διάταξη της εικόνας έχει συνήθως τον Κύριο πάνω στο πουλάρι, στο μέσον, περίπου, της όλης σύνθεσης. 

Πίσω του (αριστερά ως προς τον θεατή) εικονίζονται οι μαθητές να ακολουθούν τον διδάσκαλό τους με σπουδή. Η κεφαλή του Χριστού -πλαισιωμένη πάντοτε από φωτοστέφανο- είναι συνήθως στραμμένη προς τους Ιουδαίους (σε κάποιες παραστάσεις ο Χριστός έχει στραμμένη την κεφαλή του προς τους αποστόλους) ενώ η έκφραση του προσώπου Του είναι πραεία και θλιμμένη, "προδηλούσα το πάθος". 

Στο βάθος της εικόνας το κάστρο της Ιερουσαλήμ με ανοιχτές καστρόπορτες και πλήθος Εβραίων, ανδρών, γυναικών και παιδιών, που σπεύδουν να προϋπαντήσουν τον Χριστό. Το πλήθος σπρώχνεται να βγει από την πύλη, γέροντες και νέοι που κρατούν βάγια, και γυναίκες που σηκώνουν νήπια στην αγκαλιά τους ή βρέφη τους ώμους τους. Άλλοι φαίνονται να ξεπροβάλλουν από τα τείχη ή τα παράθυρα για να δουν τον Χριστό. 

Πάνω από τη συνοδεία υψώνεται δένδρο στο οποίο ανεβαίνουν παιδιά που κόβουν με τσεκούρια κλαδιά και τα ρίχνουν στη γη, ενώ άλλα στρώνουν τα ρούχα τους για να πατήσει πάνω το θεοφόρο ονάριο. Η επιγραφή της εικόνας είναι: Η ΒΑΪΟΦΟΡΟΣ. Η παράστασις βαίνει από τα δεξιά προς τα αριστερά, σε αντίθεση π.χ. με το ψηφιδωτό της Εκκλησίας του Monreale της Σικελίας (ιβ΄ αι.), αν και αυτό ακολούθησε βυζαντινό πρότυπο (βλ. το ψηφιδωτό στη Μονή Δαφνίου). 

Σε κάποιους πληθωρικούς εικονογραφικούς τύπους μπορεί να συναντήσει κανείς και τους προφήτες Ζαχαρία και Δαυίδ. να παριστάνονται πάνω στα κτήρια της Ιερουσαλήμ (δεξιά και αριστερά αντίστοιχα) κρατώντας ειλητάρια. Του προφητάνακτος Δαυίδ γράφει το ψαλμικό "εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον" (Ψαλμ. η΄ 3) ενώ το ειλητάριο του προφήτου Ζαχαρία γράφει: "χαίρε σφόδρα θύγατερ Σιών..." (Ζαχ. 9,9). Πάντως η περίπτωση αυτή είναι αρκετά σπάνια. 

Η Βαϊοφόρος υπάρχει στον ορθόδοξο ναό μαζί με τις άλλες εικόνες του Δωδεκαόρτου -είναι η έβδομη στη σειρά- είτε στο εικονοστάσι πάνω από το τέμπλο, σε σμίκρυνση βέβαια, είτε κανονικά σε μία από τις δύο μεγάλες καμάρες που σκεπάζουν τα κλίτη του κυρίως ναού.


Η σύνθεση της Βαϊοφόρου είναι συνήθως ευρεία κι έτσι περιλαμβάνει όλο τον όμιλο των μαθητών του Χριστού, οι οποίοι ακολουθούν τον Κύριό τους σε τρεις υπερτιθέμενες σειρές. Στις περισσότερες παραστάσεις μάλιστα, η κίνηση των μαθητών διαγράφεται από έντονη έως θυελλώδης (π.χ. η Βαϊοφόρος στο δεύτερο φύλλο του ελεφαντοστού του Αγ. Λουπικίνου), γεγονός που δεν είναι ανεξήγητο αν λάβει κανείς υπόψιν του ότι και οι ίδιοι οι μαθητές -σύμφωνα με τη διήγηση του Λουκά- επευφημούσαν τον Χριστό ως Μεσσία. 

Σε μερικές παραστάσεις οι μαθητές φέρουν φωτοστέφανο (ψηφιδωτά Αγ. Μάρκου Βενετίας - Capella Palatina), αλλά στους καθαρά βυζαντινούς εικονογραφικούς τύπους το φωτοστέφανο λείπει. Ίσως διότι πρέπει να εξαρθεί το κεντρικό πρόσωπο της σύνθεσης που είναι ο Χριστός εικονιζόμενος πάντα με φωτοστέφανο, σημείο της άπειρης αγιότητάς Του. 

Σε συνεπτυγμένους εικονογραφικούς τύπους που απαντώνται σπανιότερα και που διέπονται από λιτότητα και αυστηρή τάξη, η παράσταση περιορίζεται σε δύο αποστόλους: τον Πέτρο και τον Ιωάννη. Ο πρώτος είναι ως συνήθως, γενειοφόρος και ο δεύτερος αγένειος με νεανική όψη. Ο Πέτρος, σε όλους σχεδόν τους εικονογραφικούς τύπους της Βαϊοφόρου, εικονίζεται σε πρώτο επίπεδο ή ακόμη, φαίνεται να οδηγεί τον Ιησού προπορευόμενος αρκετά των άλλων μαθητών (ψηφιδωτό Capella Palatina).

Ανάλογα με τα πρότυπα που ακολουθούνται στις παραστάσεις της Βαϊοφόρου, άλλοτε παίζει πρωτεύοντα ρόλο  ο όχλος και άλλοτε ο όμιλος των παιδιών. Στην πρώτη περίπτωση αντικατοπτρίζεται η κυρίως βυζαντινή παράδοση ενώ στη δεύτερη η επίδραση της Ανατολής, μάλιστα της Καππαδοκίας, κατά το παλαιό πρότυπο του κώδικα του Rossano (Πρόκειται για εικονογραφημένο χειρόγραφο Ευαγγέλιο του 6ου αι. με αριστουργηματικές μικρογραφίες. Φυλάσσεται στο θησαυροφυλάκιο της Μητροπόλεως του Rossano στην Καλαβρία). 

Σε άλλες όμως περιπτώσεις τα πρότυπα συγχωνεύονται κι έτσι μαζί με τον όμιλο των Εβραίων συναντούμε τα παιδιά να εμπλουτίζουν, στην κυριολεξία, τις παραστάσεις. Σε αντίθεση με τον ιουδαϊκό όχλο, που ιστορείται συνήθως άκαμπτος αλλά με πολύχρωμες φορεσιές που δίνουν πανηγυρικό τόνο, τα παιδιά παριστάνονται ποικιλότροπα στη σύνθεση: πάνω στο δένδρο κόβουν κλαδιά με τσεκούρια και τα ρίχνουν στη γη• άλλα παιδιά κρατούν τα "βαΐα των φοινίκων" και δίνουν απ' αυτά στο πουλάρι που φέρει τον Χριστό, να φάει• ένα παιδί αναρριχάται στο δέντρο για να δει καλύτερα τον Χριστό από ψηλά• ένα άλλο κάνει κούνια στο δέντρο• άλλα παλεύουν• άλλα βγάζουν τα ρούχα τους και τα στρώνουν στη γη για να πατήσει το πουλάρι με τον Χριστό και άλλα βγάζουν αγκάθια από τα πόδια τους. 

Από τους παλαιολόγειους χρόνους εικονίζονται στο πρώτο επίπεδο παιδιά που συμπλέκονται με χάρη, ενώ αυξάνουν τα παιδιά που αναρριχώνται στο φοινικόδεντρο. Πρέπει πάντως να σημειωθεί πως η απεικόνιση πολλών παιδιών θεωρείται στοιχείο γραφικό και χαριτωμένο, που χαρακτηρίζει τις ιδιαίτερα αφηγηματικές συνθέσεις της παλαιολόγειας περιόδου, και γι' αυτό αντίκειται στο κλασσικό και αυστηρό πνεύμα των βυζαντινών χρόνων.

Το στρώσιμο των ρούχων, που στην εικόνα της Βαϊοφόρου γίνεται κυρίως από τα παιδιά, ήταν μια τιμητική εκδήλωση των Ιουδαίων που αφορούσε τον βασιλιά, ο οποίος ανελάμβανε το αξίωμα του χριόμενος με ηγιασμένο έλαιο. Ο Χριστός ονομάζεται Μεσσίας (δηλ. κεχρισμένος), διότι έχει χρισθεί με το Άγιον Πνεύμα. Αυτό "το πανάγιον Πνεύμα, το και τους Αποστόλους διδάξαν λαλείν, ετέραις ξέναις γλώσσαις, αυτό τους παίδας των Εβραίων, τους απειρόκακους, προτρέπεται κραυγάζειν• Ωσαννά εν τοις υψίστοις..." (ιδιόμελο Λιτής). Το Πνεύμα του Θεού δηλ. είναι, κατά τον ιερό υμνογράφο, αυτό που κινεί τους παίδες προς υποδοχή του Χριστού ως Μεσσία. 

Μόνο τα παιδιά στρώνουν ενδύματα, διότι οι Ιουδαίοι τον επευφήμησαν ως βασιλέα του κόσμου τούτου. Το πουλάρι που δεν είναι σε θέση να βαστάξει ζυγό, συμβολίζει τους Χριστιανούς, που θα προέρχονταν από τα έθνη (δηλ. τους ειδωλολάτρες), οι οποίοι πριν πιστέψουν στον Χριστό ήσαν αγύμναστοι και απροετοίμαστοι να βαστάξουν το φορτίο του θείου νόμου. Την ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνουν με πλήρη σαφήνεια οι ύμνοι της εορτής: "και τω πώλω επέβης συμβολικώς, ώσπερ επ' οχήματος φερόμενος, τα έθνη τεκμαιρόμενος Σωτήρ" (στιχηρό ιδιόμελο Εσπερινού)• "το ακάθεκτον των εθνών η καθέδρα του πώλου προετύπου, εξ απιστίας εις πίστην μεταποιούμενον" (ιδιόμελο αποστίχων).

Τα κλαδιά των φοινίκων που κρατούσαν τα πλήθη, είναι σύμβολα νίκης και χαράς. Ήταν συνήθεια στους ιουδαίους να κρατούν στα χέρια τους τέτοιους κλάδους όταν υποδέχονταν επίσημα πρόσωπα. Τα "βαΐα των φοινίκων" τα συναντούμε, πολύ νωρίς, στις κατακόμβες ως σύμβολα της πεποίθησης των πρώτων χριστιανών για τη νίκη της πίστης τους. Η Εκκλησία καλεί τους πιστούς να ανευφημήσουν τον Χριστό "μετά κλάδων νοητώς, κεκαθαρμένοι τας ψυχάς" (κάθισμα Όρθρου) προσάγοντας σ' Αυτόν "κλάδους και βαΐα αρετών ... και θείων έργων" (βλ. προσόμοια μικρού Εσπερινού).

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Του Παν. Α. Ανδριόπουλου θεολόγου 

http://www.matia.gr/7/72/7204/7204_1_4.html
http://panagiotisandriopoulos.blogspot.com/