30.4.1945 : Ένας θάνατος γεμάτος φόβο για
τον Αδόλφο Χίτλερ
Προκειμένου να
πραγματοποιήσει τις ιδέες του και την πολιτική του, ο Αδόλφος Χίτλερ ανεβαίνοντας
στην ηγεσία της Γερμανίας ξεκίνησε έναν παράλογο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος
στοίχισε τη ζωή σε 55 εκατομμύρια ανθρώπους ενώ ακόμα περισσότεροι άνθρωποι,
στρατιώτες και πολίτες, τραυματίστηκαν, έμειναν άστεγοι, απελάθηκαν,
εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν ή κάηκαν στα ναζιστικά κρεματόρια.
Στις 6 Ιουνίου του 1944 οι
δυτικοί Σύμμαχοι έκαναν απόβαση στη Νορμανδία και σιγά – σιγά έσφιγγαν μαζί με
τους Σοβιετικούς την μέγγενη γύρω από τον Χίτλερ προκαλώντας σημαντικές
απώλειες στους Γερμανούς. Ήταν το αποτέλεσμα των λανθασμένων στρατηγικών αποφάσεων του Χίτλερ, που
περιείχαν σοβαρότατα λάθη και συνέβαιναν την ώρα που η ναζιστική προπαγάνδα τον
υμνούσε ως τον «μεγαλύτερο στρατηλάτη όλων των εποχών».
Παρ' όλες τις ήττες του
στρατού του, τις τεράστιες απώλειες του άμαχου πληθυσμού και τις φοβερές
καταστροφές και παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είχε αναγνωρίσει από το 1943 ότι
δεν ήταν πλέον εφικτή μια στρατιωτική νίκη, παρ’ όλα αυτά συνέχισε τον πόλεμο για
δύο ακόμη ολόκληρα χρόνια. Η προσωπική του ανάμειξη στη διεξαγωγή του πολέμου,
με το να απαγορεύει την έγκαιρη υποχώρηση σε τμήματα του Στρατού του που
κινδύνευαν, είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί η Βέρμαχτ μαζικές απώλειες.
Έτσι λοιπόν πέρασαν δύο
χρόνια στα οποία οι Γερμανοί έχαναν συνεχώς μάχες και δυνάμεις. Μόνον όταν την
άνοιξη του 1945 οι δυτικοί Σύμμαχοι έφτασαν στον ποταμό Έλβα και ο Κόκκινος
Στρατός βρίσκεται στο κέντρο του Βερολίνου, ο Χίτλερ, φοβούμενος πλέον ότι θα
κληθεί να απολογηθεί προσωπικά για τα εγκλήματά του, αποφάσισε να αυτοκτονήσει.
Η κατάσταση της υγείας του
Χίτλερ δεν ήταν καλή. Όλο και χειροτέρευε κατά την διάρκεια της εξέλιξης του
πολέμου. Σύμφωνα με την επικρατούσα σήμερα αντίληψη, υπέφερε από τη νόσο του
Πάρκινσον σε προχωρημένο στάδιο.
Στις 19 Μαρτίου του 1945 ο
Χίτλερ έδωσε τη διαταγή «Νέρων» για την καταστροφή των υποδομών του γερμανικού
κράτους, κατά την υποχώρηση των μονάδων της Βέρμαχτ. Όμως, στην πράξη ο
Υπουργός Εξοπλισμού Άλμπερτ Σπέερ δεν εφάρμοσε ποτέ τη διαταγή αυτή αν και ήταν
μια διαταγή απόλυτα σύμφωνη με τον τρόπο σκέψης του Χίτλερ, που εκφραζόταν με
την επιλογή «νίκη ή καταστροφή». Στον εχθρό δεν έπρεπε να αφεθεί παρά μόνο
«καμένη γη». Κατά τη γνώμη του, το μέλλον ανήκε πλέον στον λαό της ανατολής, ο
οποίος αποδείχτηκε ισχυρότερος, ενώ οι Γερμανοί, λόγω της ήττας τους, έχασαν το
δικαίωμα ύπαρξης.
Στις 22 Απριλίου 1945 ο
Χίτλερ έπαθε νευρική κατάρρευση. Αυτό συνέβη όταν πληροφορήθηκε, κατά τη
διάρκεια του καθημερινού σχολιασμού της κατάστασης στο υπόγειο καταφύγιο, κάτω
από την Καγκελαρία στο Βερολίνο, ότι η επίθεση που είχε διατάξει για την άρση
της πολιορκίας του Βερολίνου δεν είχε εκτελεστεί από τον Αρχηγό των μονάδων των
Ες-Ες Στάινερ, γιατί εκείνος τη θεώρησε ανεφάρμοστη λόγω του συσχετισμού
δυνάμεων. Ο Χίτλερ είπε ότι όλα πλέον χάθηκαν και ότι όλοι τον έχουν προδώσει,
ακόμα και τα Ες-Ες. Άφησε ελεύθερο ένα μέρος του προσωπικού του και αρνήθηκε,
παρά τις παρακλήσεις του Μπόρμαν, του Κάιτελ και του Γκαίριγκ, να εγκαταλείψει
το Βερολίνο. Διέταξε τον αρχιυπασπιστή του, Γιούλιους Σάουμπ, να κάψει όλα τα
προσωπικά του στοιχεία και έγγραφα που βρίσκονταν στην Καγκελαρία και στο
Καταφύγιο, καθώς και όσα βρίσκονταν στο Μόναχο.
Όλα αυτά γιατί το
τελευταίο συναίσθημα του Χίτλερ που τον κυριαρχούσε ήταν ο φόβος, ο φόβος ότι
θα έχει την τύχη του Μουσολίνι, ο οποίος τουφεκίστηκε και στη συνέχεια εξετέθη
στη δημόσια χλεύη...
Κλεισμένος λοιπόν, μαζί με
τους «πιστούς» του στο καταφύγιο της καγκελαρίας εκείνη την 29η Απριλίου του
1945, που οι ρωσικές δυνάμεις σφυροκοπούσαν πλέον το Βερολίνο, ο Φύρερ είχε,
όντως, αποφασίσει να θέσει τέρμα στη ζωή του, πληροφορούμενος και τις εξελίξεις
στην Ιταλία.
Όλα αυτά τα αποκάλυψε,
πενήντα χρόνια μετά, μια από τις γραμματείς του, η Τρούντελ Γιουνγκ (Traudl Junge), στο πλαίσιο
της εκπομπής της γερμανικής τηλεόρασης «Ο καταραμένος πόλεμος», όπου είπε και
πολλά άλλα ενδιαφέροντα για τις τελευταίες ώρες του τυράννου.
Η κυρία Γιουνγκ, η οποία
ήταν τότε είκοσι χρόνων, βρισκόταν ανάμεσα στους απελπισμένους του καταφυγίου
της καγκελαρίας.
«Ήταν απόγευμα, όταν ο
Χίτλερ και η Εύα Μπράουν, ο Μπόρμαν, ο Γκέμπελς, οι οικογένειες και οι
συνεργάτες τους έμαθαν τι είχε συμβεί στον Μουσολίνι.
Και... αρχίσαμε να
καταλαβαίνουμε, διηγείται, ότι ο Χίτλερ είχε αποφασίσει ν' αυτοκτονήσει.
Τον ρώτησα: "Φύρερ,
γιατί δεν πάτε κοντά στους άνδρες σας; Γιατί δεν πεθαίνετε σαν στρατιώτης μαζί
τους;". "Δεν μπορώ, ανάμεσα στους δικούς μου δεν θα έβρισκα κανένα
διατεθειμένο να με πυροβολήσει και δεν θέλω να πέσω ζωντανός στα χέρια των
Ρώσων", ήταν η απάντηση».
«Ο Χίτλερ», συνεχίζει η Τρούντελ Γιουνγκ, ήταν
έντρομος. Στεκόταν όρθιος μπροστά μου και το πρόσωπο του δεν είχε καμία
έκφραση. Μου είπε ότι δεν ήθελε να διακινδυνεύσει ούτε την παραπομπή σε δίκη
από τους Συμμάχους.
Λίγες ώρες πριν, είχε
γράψει: "Δεν επιθυμώ εγώ και η Εύα, ζωντανοί ή νεκροί, να γίνουμε θέαμα
προς τέρψιν των υστερικών μαζών!". Έτσι, ανάμεσα στο απόγευμα και το βράδυ
της 29ης Απριλίου, έδωσε τις τελευταίες εντολές.
Διέταξε να δηλητηριαστεί ο
Μπλόντι, ο γερμανικός ποιμενικός που είχε κατ' επανάληψιν απαθανατιστεί στο
πλευρό του, και να πυροβοληθούν τα σκυλιά του.
Στη συνέχεια, φώναξε εμένα
και μιαν άλλη γραμματέα και μας έδωσε από ένα μπουκαλάκι δηλητήριο, που θα
χρησιμοποιούσαμε για ν' αποφύγουμε τη σύλληψη. Με το θάνατο... Με διέταξε,
επίσης, να καταστρέψω τα αρχεία.
Ήταν 2.30 τη νύχτα,
θυμάμαι, όταν μας κάλεσε όλους κοντά του.
Άρχισε να μας λέει
ακατανόητα πράγματα. Τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα...
Η Εύα Μπράουν ήρθε δίπλα
μου. Μου είπε να προσπαθήσω να διαφύγω στην πατρίδα της, τη Βαυαρία και να της
τη χαιρετήσω... Μετά αποσύρθηκε με τον Φύρερ στα διαμερίσματα τους.
Οι υπόλοιποι, γνωρίζοντας
ότι δεν υπάρχει πλέον οδός διαφυγής, συγκεντρώθηκαν στο μπαρ του καταφυγίου κι
άρχισαν να χορεύουν όλη νύχτα!
Την επομένη, στις 3 το
απόγευμα, ο Χίτλερ κάλεσε κοντά του τον Μπόρμαν και τον Γκέμπελς, τους
χαιρέτησε κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Λίγα λεπτά αργότερα, ακούσαμε τον
πυροβολισμό που έθεσε τέρμα στη ζωή του. Η Εύα Μπράουν πήρε δηλητήριο.
Ακολούθησε η κηδεία,
σύμφωνα με την επιθυμία του τυράννου: ο προσωπικός του καμαριέρης Χάιντς Λίγκε
μετέφερε μαζί με τον οδηγό του Χίτλερ Έριχ Κέμπκα, τον επιλοχία των SS Όττο
Γκίνσε και μερικούς στρατιώτες της προσωπικής του φρουράς στον κήπο τα πτώματα,
τυλιγμένα σε στρατιωτικές κουβέρτες. Τα τοποθέτησαν σ' ένα λάκκο, που είχε
ανοίξει μια βόμβα, τα περιέλουσαν με βενζίνη και τους έβαλαν φωτιά.
Οι Μπόρμαν και Γκέμπελς
παρακολουθούσαν ανέκφραστοι το θέαμα, χαιρετώντας με τον ναζιστικό τρόπο...»
Η τέφρα και τα οστά του
Χίτλερ δεν βρέθηκαν ποτέ. «Καταστράφηκαν από τα πυρά του ρωσικού πυροβολικού»,
θα έλεγε αργότερα ο οδηγός του Φύρερ.
Όμως, σύμφωνα με όσα
έγραψε το περιοδικό «Ντερ Σπίγκελ», τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Τα κατάλοιπα
του Χίτλερ διεσώθησαν και, με εντολή του Στάλιν, παρέμειναν «υπό φρούρησιν»,
στο Μαγδεμβούργο της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, σε μια σοβιετική βάση, ως το
1970.
Τότε, ο επικεφαλής της
KGB, Γιούρι Αντρόποφ, έπεισε τον Μπρέζνιεφ να τα μεταφέρει στη Μόσχα και να τα
κάψει, πράγμα που, καθώς φαίνεται, έγινε.
Παρόλ' αυτά διασώθηκαν το
κρανίο και η οδοντοστοιχία του πτώματος, απ' όπου ο οδοντίατρος του Χίτλερ, μέσω
προηγούμενης ακτινογραφίας, αναγνώρισε αργότερα την ταυτότητα του νεκρού
(αποκαλύψεις από έρευνα περί το 1990).
Σύμφωνα με τη συγγραφέα
Σιμόνι Ρενέ Γκερρέιρο Ντίας (Simoni Renee Guerreiro Dias), ο Χίτλερ δεν
αυτοκτόνησε, αλλά έζησε ελεύθερος στη Βραζιλία έως το 1984, όπου πέθανε σε
ηλικία 95 ετών. Ωστόσο, αυτή η άποψη δεν τεκμηριώνεται σωστά, καθώς στηρίζεται
σε μια θολή φωτογραφία, από την οποία δεν συνάγεται κάποιο σοβαρό συμπέρασμα.
Οι συνέπειες του πολέμου
ήταν τρομακτικές καθώς προκάλεσαν την διάλυση του γερμανικού κράτους, την
καταστροφή ενός μεγάλου τμήματος της Ευρώπης, την ηγεμονία για 40 χρόνια της
ΕΣΣΔ στην Ανατολική Ευρώπη και την διαίρεση της Γερμανίας και της Ευρώπης σε
δύο αντίθετα, εχθρικά στρατόπεδα, μέχρι το 1989-1990.
Πηγές:
Εφημερίδα Απογευματινή
Βικιπαίδεια, η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου